ΠΕΡΙ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ Ο ΛΟΓΟΣ…

ΟΡΙΣΜΟΙ

Η καρδιακή ανεπάρκεια μπορεί να οριστεί ως μια ανωμαλία της καρδιακής κατασκευής ή λειτουργίας. Αυτή οδηγεί σε αδυναμία της καρδιάς να χορηγεί οξυγόνο (μέσω του αίματος) σε ρυθμό αντίστοιχο με τις απαιτήσεις των ιστών του σώματος.
Πρακτικά, λοιπόν, η καρδιακή ανεπάρκεια αποτελεί ένα σύνδρομο. Σε αυτό το σύνδρομο οι ασθενείς παρουσιάζουν τυπικά συμπτώματα και αντικειμενικά σημεία. Παραδείγματα συμπτωμάτων είναι η δύσπνοια, το «πρήξιμο» των αστραγάλων και η κούραση, ενώ παραδείγματα σημείων είναι το «φούσκωμα» των φλεβών του τραχήλου, η ακρόαση υγρών ρόγχων από τους πνεύμονες και η ψηλάφηση μιας έκτοπης καρδιακής ώσης. Αυτά προκύπτουν από μια ανωμαλία της καρδιακής κατασκευής ή λειτουργίας. Παράδειγμα προβλήματος στην κατασκευή αποτελεί η ανεπάρκεια με ελαττωμένο κλάσμα εξώθησης, π.χ. μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου. Παράδειγμα προβλήματος στη λειτουργία αποτελεί η ανεπάρκεια με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης, π.χ. υπερτροφική καρδιά λόγω υπέρτασης (βλ. εικόνα 1). Πολλά από τα συμπτώματα αυτά συναντώνται και σε άλλες παθήσεις. Έτσι συμπεραίνουμε ότι η διαπίστωση συγκεκριμένου υποκείμενου καρδιακού προβλήματος είναι ύψιστης σημασίας για να τεθεί η διάγνωση της καρδιακής ανεπάρκειας. Είναι προφανές ότι η αναγνώριση της συγκεκριμένης αιτίας που προκαλεί το σύνδρομο της καρδιακής ανεπάρκειας είναι μεγάλης σημασίας. Με αυτό τον τρόπο θα σχεδιαστεί η κατάλληλη θεραπεία που θα απευθύνεται στο συγκεκριμένο αίτιο.

ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΚΗ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ

Αναφέρεται ότι περίπου 1-2% του ενήλικου πληθυσμού στις αναπτυγμένες χώρες πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια, με την επίπτωση να φθάνει πάνω από το 10% σε ανθρώπους ηλικίας 70 ετών και άνω. Στην Ελλάδα πιθανότατα υπάρχουν 200,000 ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια και 30,000 περίπου νέες περιπτώσεις κάθε χρόνο.
Τουλάχιστον οι μισοί από τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια παρουσιάζουν χαμηλή συσταλτικότητα της καρδιάς. Από αυτές τις περιπτώσεις, τα δύο τρίτα προκαλούνται από τη στεφανιαία νόσο, ενώ το υπόλοιπο ένα τρίτο προκαλείται από παθήσεις όπως κάποιες ιώσεις, η κατάχρηση αλκοόλ, η χημειοθεραπεία και η «ιδιοπαθής» διατατική μυοκαρδιοπάθεια. Η τελευταία σε μερικές περιπτώσεις έχει γενετική βάση.
Από την άλλη πλευρά, η καρδιακή ανεπάρκεια με φυσιολογική ή σχεδόν φυσιολογική συσταλτικότητα καρδιάς έχει ένα τελείως διαφορετικό επιδημιολογικό και αιτιολογικό προφίλ. Συνήθως οι πάσχοντες είναι μεγαλύτερης ηλικίας και πιο συχνά γυναίκες και παχύσαρκοι. Είναι λιγότερο πιθανό να πάσχουν από στεφανιαία νόσο και πιο πιθανό να πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση και κολπική μαρμαρυγή.

ΒΑΣΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΡΔΙΑΚΗΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑΣ

Ο απαραίτητος βασικός έλεγχος θα κατευθυνθεί από τον καρδιολόγο. Περιλαμβάνει γενικές εξετάσεις αίματος, πλήρες ηλεκτροκαρδιογράφημα  12 απαγωγών και το πλήρες διαθωρακικό υπερηχοκαρδιογράφημα (τρίπλεξ καρδιάς). Αυτό θα δώσει πληροφορίες για την αιτιολογία, θα βοηθήσει στον προγραμματισμό αλλά και στην παρακολούθηση της θεραπείας και θα δώσει πληροφορίες που αφορούν στην πρόγνωση.
Εκτός αυτών ο καρδιολόγος μπορεί να ζητήσει ειδικότερες εξετάσεις, αναλόγως των ειδικών συνθηκών που αφορούν σε κάθε συγκεκριμένο ασθενή. Παραδείγματα αποτελούν το σπινθηρογράφημα καρδιάς και η στεφανιογραφία σε περιπτώσεις όπου πιθανολογείται η στεφανιαία νόσος ως υποκείμενη αιτία.
Συνεκτιμώντας όλα τα δεδομένα ο καρδιολόγος θα συντονίσει τη θεραπεία. Αυτή περιλαμβάνει πολλές θεραπευτικές ομάδες φαρμάκων και κάποιες περιπτώσεις θεραπευτικών συσκευών όπως οι καρδιακοί βηματοδότες/απινιδωτές και οι συσκευές αμφικοιλιακής βηματοδότησης.
Παράλληλα πρέπει να εκτιμηθούν και αντιμετωπιστούν συννοσηρότητες όπως  η αναιμία, το άσθμα και άλλες χρόνιες αποφρακτικές πνευμονοπάθειες και ο σακχαρώδης διαβήτης.

Συστολική και διαστολική καρδιακή ανεπλάρκεια
Εικόνα 1. Καρδιακή ανεπάρκεια με ελαττωμένο και με διατηρημένο κλάσμα εξώθησης

Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας.